υγρομετρία — η μέθοδος με την οποία μετριέται η υγρασία ενός χώρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
υγρομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία («υγρομετρικές μετρήσεις») 2. φρ. «υγρομετρική κατάσταση» (μετεωρ.) ο λόγος τής πίεσης τών υδρατμών που χαρακτηρίζει μια δεδομένη χρονική στιγμή τον ατμοσφαιρικό αέρα ορισμένης περιοχής… … Dictionary of Greek
υγροσκοπία — η, Ν η υγρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σκοπία (< σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. υδρο σκοπία] … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
Σοσίρ — (Saussure). Επώνυμο δύο Ελβετών επιστημόνων. 1. Οράτιος Βενέδικτος ντε (1740 – 1799). Φυσιολόγος. Ανάλαβε μια σειρά επιστημονικά ταξίδια στις Άλπεις και πήρε μέρος σε δυο αναρριχήσεις στο Λευκό Όρος. Σε όλες τις περιπτώσεις έκανε πολλές… … Dictionary of Greek
υγρομετρικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία (βλ. λ.): Υγρομετρικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγροσκοπία — η η υγρομετρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)