υγρομετρία

υγρομετρία
η, Ν
(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση τής υγρασίας τού ατμοσφαιρικού αέρα, αλλ. υγροσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrometry (< υγρός + -μετρία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υγρομετρία — η μέθοδος με την οποία μετριέται η υγρασία ενός χώρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • υγρομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία («υγρομετρικές μετρήσεις») 2. φρ. «υγρομετρική κατάσταση» (μετεωρ.) ο λόγος τής πίεσης τών υδρατμών που χαρακτηρίζει μια δεδομένη χρονική στιγμή τον ατμοσφαιρικό αέρα ορισμένης περιοχής… …   Dictionary of Greek

  • υγροσκοπία — η, Ν η υγρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σκοπία (< σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. υδρο σκοπία] …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • Σοσίρ — (Saussure). Επώνυμο δύο Ελβετών επιστημόνων. 1. Οράτιος Βενέδικτος ντε (1740 – 1799). Φυσιολόγος. Ανάλαβε μια σειρά επιστημονικά ταξίδια στις Άλπεις και πήρε μέρος σε δυο αναρριχήσεις στο Λευκό Όρος. Σε όλες τις περιπτώσεις έκανε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • υγρομετρικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία (βλ. λ.): Υγρομετρικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγροσκοπία — η η υγρομετρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”